Στα θέματά του κυριαρχεί η ανθρώπινη φιγούρα, η οποία αποδίδεται αρχικά με μια ηθελημένη απλοϊκότητα, αλλά με τον καιρό εξελίσσεται και αποκτά μια κυρίαρχη παρουσία στο χώρο. Σχεδιάζεται σχηματοποιημένα, με λιτά και καθαρά περιγράμματα, σε συνθέσεις επίπεδες με ελάχιστη φωτοσκίαση. Συχνά το χρώμα απλώνεται έντονο και εννιαίο σε όλη την επιφάνεια της μορφής, δίνοντας μια εντυπωσιακή μνημειακότητα στην εικόνα, η οποία λειτουργεί κυρίως ποιητικά και όχι ρεαλιστικά. Τα μοτίβα που κατά καιρούς εμφανίζονται στη ζωγραφική του, τόσο τα καθαρώς ανθρωποκεντρικά (ποδηλάτες, καπνιστές, ερωτικά ζευγάρια, κ.ά) όσο και εκείνα που περιγράφουν αντικείμενα ή χώρους, προέρχονται καταρχήν από μια οικεία καθημερινότητα, η οποία όμως παίρνει μια μυθική διάσταση, ιδίως όταν υπάρχουν και άμεσες αναφορές σε πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας.
Έχει ασχοληθεί με την εικονογράφηση βιβλίων γνωστών ποιητών και συγγραφέων στην Ελλάδα και τη Γαλλία (των Ελύτη, Ταχτσή, Καβάφη, Aragon, Apollinaire κ.ά.). Έχει επίσης σχεδιάσει αφίσες και γραμματόσημα. Ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και άλλους θιάσους, σε παραστάσεις αρχαίου δράματος και σύγχρονων έργων. Επίσης έχει εκδόσει δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Το 2000 φιλοτέχνησε έργα για το Σταθμό Μεταξουργείο του αθηναϊκού Μετρό. Έχουν γυριστεί τέσσερις ταινίες για το έργο του, από την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν αρκετές μονογραφίες του. Το 1999 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και το 2010 τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση με το παράσημο της Legion d’Honneur (Officier des Lettres et des Arts).Παρουσίασε το έργο του σε περισσότερες από 70 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Η τελευταία αναδρομική του έκθεση έγινε στην Εθνική Πινακοθήκη (2004), με τίτλο Φασιανός, Μυθολογίες του καθημερινού. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και διεθνείς διοργανώσεις στην Ελλάδα και σε άλλα μέρη του κόσμου (Μπιενάλε Sao Paulo 1971, Μπιενάλε Βενετίας 1972, Ευρωπάλια, Βρυξέλλες 1982, Μπιενάλε Γραφιστικής Μπάντεν – Μπάντεν 1985, κ. ά.).
Ας θυμηθούμε ένα απόσπασμα από παλαιότερη συνέντευξή του:
«Αφού τελείωσα τη Σχολή Καλών Τεχνών, πήρα υποτροφία από το υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας. Η Γαλλία αγκάλιαζε τους καλλιτέχνες, είχε οργανωμένους χώρους τέχνης. Εφυγα λοιπόν - τρεις μέρες ταξίδι με τρένο. Εκανα αμέσως έκθεση και είχε πάει πολύ καλά. Ετσι πήρα δύναμη και κουράγιο να συνεχίσω. Εκατσα σχεδόν σαράντα χρόνια και να φανταστεί κανείς πως την πρώτη μέρα που έφτασα ήθελα να φύγω. Υπέφερα από το γκρίζο και τους καπνούς της πόλης. Γίνονταν σημαντικά πράγματα εκεί για μένα και όφειλα να μείνω. Στο μυαλό μου βέβαια η “αιώνια επάνοδος”. Ετσι τα καλοκαίρια γυρνούσα, ο Ελύτης με συμβούλευε να γυρίζω. Παρόλο που τα πράγματα πήγαιναν καλά, δεν αποδέχτηκα το γαλλικό διαβατήριο. Τους ευχαρίστησα που μου το πρόσφεραν, αλλά δεν το χρειαζόμουν. Οπως δεν ήθελα να γίνω καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών και στην Beaux Arts. Για τον ίδιο λόγο, να είμαι ελεύθερος, να χειρίζομαι τον χρόνο όπως προτιμούσα. Στο Παρίσι έγινα φίλος με διάφορους, ποιητές, συγγραφείς, λόγιους, πολιτικούς. Σε ένα εστιατόριο μου σύστησαν τυχαία τον Λουί Αραγκόν και εκείνος χαρούμενος μου λέει: “Σας έχω μια έκπληξη, ακολουθήστε με”. Με οδήγησε στο σπίτι του όπου για μεγάλη μου χαρά είδα στους τοίχους του έργα μου, ανάμεσα σε έργα του Πικάσο, του Μπρακ και κάποιων σουρεαλιστών. Μου είπε ότι είμαι ο τελευταίος Μεσογειακός ζωγράφος. Είναι αλήθεια. Πώς να ξεφύγω από τον ήλιο, τις ώχρες, τα μπλε; Μου είπε πως μαθαίνω τον κόσμο ένα νέο τρόπο να αγαπά. Ο Μιτεράν επίσης έχει τιμήσει τη δουλειά μου. Η Μελίνα Μερκούρη με ονόμασε κάποτε εθνικό ζωγράφο, όταν όμως ο Μιτεράν το άκουσε, της απάντησε πως είμαι δικός τους εθνικός ζωγράφος".
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΦΟΙ ΠΑΠΠΑ