Από παιδί με τραβούσε το θέμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, παρότι δεν είχα καταλάβει πόσο ελεύθεροι και πόσο πολιορκημένοι ήταν αυτοί οι γενναίοι άνθρωποι - με άλλα λόγια, πόσο “αληθινά ελεύθεροι στην ψυχή” και πόσο ακραία τραγικές ήταν οι συνθήκες της τελευταίας πολιορκίας τους.
Όσο έγραφα το βιβλίο, κάθε πρωί, ξυπνούσα με τη χαρά της γραφής κι έμπαινα στο πετσί του Μάρκου, στα ρούχα του, στη σκέψη του, στη μελαγχολία του, στις μικρές χαρές του, στην ελπίδα του, στην πείνα του, στη δίψα του. Τον ακολουθούσα στα πολλά του περπατήματα μέσα στην πόλη, έψαχνα μαζί του για αρμυρίκια και μικρά καβούρια, γέμιζα μαζί του τα τουφέκια των αγωνιστών στους προμαχώνες.
Τους αγάπησα σαν παιδιά μου, τους Γελεκτσήδες. Είχαν την υπομονή, την αντοχή και την περηφάνια των μεγάλων ηρώων. Ενώ ζούσαν στο δρόμο ή σε μισογκρεμισμένα σπίτια από τις βόμβες των εχθρών, χωρίς πόσιμο νερό, χωρίς καθόλου τρόφιμα, με επιδημίες, με άταφους νεκρούς παντού (γιατί δεν υπήρχε τόπος πια για να τους θάψουν), αυτά τα παιδιά δεν το ‘βαζαν κάτω. Έκαναν όλες τις επικίνδυνες δουλειές που μπορεί να φανταστεί κανείς – άρπαζαν ακόμα και βόμβες των εχθρών στον αέρα και τις έριχναν πίσω ή έσβηναν αστραπιαία το φυτίλι, για να βοηθήσουν στον αγώνα.
«Δεν αμφισβητείται από κανέναν η ομοψυχία και η γενναιότητα όλων των πολιορκημένων: Μεσολογγιτών, αγωνιστών από άλλα μέρη της Ελλάδας, φιλελλήνων και κληρικών, αλλά κανείς τους δεν είχε τη γενναιότητα, αθωότητα και αφοσίωση των Γελεκτσήδων που ήταν παιδιά, από 10 ως 17 χρονών.
Από όλους τους μεγάλους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης, οι ήρωες της καρδιάς μου είναι οι Γελεκτσήδες - αγόρια και κορίτσια. Ήταν ατρόμητοι και ατρόμητες, γιατί λόγω των συνθηκών της ζωής τους συγκατοικούσαν με την ωμή βία, την απόλυτη στέρηση, την αρρώστια, το πένθος, τον ίδιο τον θάνατο - και δεν φοβόντουσαν. Ολόιδιοι ήρωες παραμυθιών. Προχωρούσαν ίσια εμπρός, με αλληλεγγύη και απίστευτο θάρρος. Ελευθερία ή θάνατος ήταν το πιστεύω τους και σχεδόν όλοι βρέθηκαν με τη μεριά του θανάτου. Ας τους θυμόμαστε, γιατί όσο τους θυμόμαστε, παραμένουν ζωντανοί, ελεύθεροι, αήττητοι».
Θα κλείσω, θυμίζοντάς σας ότι πέντε φορές, η τελευταία φορά ήταν δυο μέρες πριν από την Έξοδο, οι εχθροί είχαν ζητήσει από τους πολιορκημένους Έλληνες να παραδοθούν, σώζοντας τη ζωή τους, όμως όλοι, ομόφωνα, αποφάσισαν να βγουν πολεμώντας, ενώ γνώριζαν ότι οι περισσότεροι θα σκοτωνόντουσαν. Κι ας μην ξεχνάμε πως οι Έλληνες, μόλις έγιναν ορατοί από τους εχθρούς, βγήκαν με έφοδο, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, παραμονή της Κυριακής των Βαΐων νηστικοί, ξαγρυπνισμένοι, σαλπίζοντας και σηκώνοντας πρώτοι τις σημαίες και τα γιαταγάνια τους, και όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος πάνω στα εχθρικά στρατόπεδα, σκορπίζοντας τον τουρκικό και τον αιγυπτιακό στρατό, ώσπου έφτασαν στις ενέδρες που είχαν στηθεί από πριν στους πρόποδες του βουνού κι εκεί σκοτώθηκαν πολλοί, παρότι κατάφεραν να απωθήσουν το αιγυπτιακό ιππικό. Δυο χιλιάδες ψυχές (άρρωστοι, τραυματίες, γέροντες και μικρά παιδιά), αφού πρώτα όσοι ήταν σε θέση να κρατήσουν όπλο πολέμησαν πυροβολώντας από τα παράθυρα, ανατινάχτηκαν με τη θέλησή τους, όταν οι εχθροί μπήκαν στα λίγα γερά κτίσματα όπου είχαν ταμπουρωθεί, στριμωγμένοι ανάμεσα σε μεγάλες ποσότητες πυρίτιδας. Όμως αυτή η άλωση, αυτή η ήττα θεωρήθηκε από τους ιστορικούς η μεγαλύτερη νίκη της Ελληνικής Επανάστασης, που οδήγησε αργότερα στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και την Απελευθέρωση. Ας το θυμόμαστε, λοιπόν, ότι κάποιες ήττες μπορεί να αποδειχτούν οι μεγαλύτερές μας νίκες.
Επιτρέψτε μου μια συμβουλή – για μικρούς και μεγάλους. Επειδή στη ζωή υπάρχουν πολλών λογιών πολιορκίες, η θυσία των αγωνιστών αλλά κυρίως των χιλιάδων αμάχων που σφαγιάστηκαν και πουλήθηκαν σε παζάρια και χαρέμια, και όσων από τους νεαρούς Γελεκτσήδες μπορούσαν να χειριστούν όπλα και σκοτώθηκαν μαχόμενοι, ας μας θυμίζει ότι στους κάθε λογής δυνάστες που σίγουρα θα συναντήσουμε, να μην παραδινόμαστε ποτέ.