...Πρόκειται για μια μαγνητική προσωπικότητα. Δεν πρόκειται για ένα τοτέμ αλλά ένα ζωντανό έργο και έναν γοητευτικό καλλιτέχνη που μας αφορά στο σήμερα. Δεν είναι μια αφίσα στο σχολείο, δεν είναι μόνο ο Εθνικός Ύμνος. Έχει μια φοβερή πίστη στη φύση και τον άνθρωπο: τον αγαπάει πολύ κι αυτό πηγάζει από τη βαθιά του πίστη στον Θεό». Αριστοκράτης από μπαμπά και μαμά που δούλευε στο σπίτι του μπαμπά μέχρι που την παντρεύτηκε λίγο πριν πεθάνει, ο Σολωμός ήταν πάντα μέσα στα πράγματα. «Είχε πάντα συμμετοχή στα κοινά ως ενεργός πολίτης και σκεπτόμενος άνθρωπος. Ήταν ένας καλλιτέχνης, ένας ποιητής, που σπούδασε νομικά στην Ιταλία αλλά δεν τον ενδιέφερε να το ακολουθήσει επαγγελματικά, όπως προοριζόταν. Ήταν ταγμένος στην ποίηση.
Υπάρχει μια ιστορία που αφηγείται ότι ο Σπυρίδωνας Τρικούπης του είπε ότι η Ελλάδα δεν έχει Δάντη και ότι θα μπορούσε να γίνει εκείνος. Τότε ξαναμπήκε στη διαδικασία να προσεγγίσει την ελληνική γλώσσα». Εκείνος μιλούσε ελληνικά και ιταλικά μαζί. Μια υβριδική γλώσσα που μοιάζει τόσο σημερινή σε μας που συνεννοούμαστε με greeklish. «Παλιότερα, κάποιος θα ήθελε να καθαρίσει το έργο του από τη μια από τις δυο γλώσσες, εμείς όμως πια μπορούμε να το καταλάβουμε». Σε μια εποχή που οι στιχομυθίες μας είναι γεμάτες emoji, οι δυο γλώσσες είναι απλώς ένας τρόπος έκφρασης ενός οξύ νου...
...Ο πατέρας του μιλούσε ιταλικά, όπως όλοι οι αριστοκράτες της Ζακύνθου. Έγραψε τον Ύμνο εις την Ελευθερία στις αρχές της πρώτης εικοσαετίας της ζωής του». Εθνικός Ύμνος έγινε μετά τον θάνατό του, δεν έζησε για να το δει. «Όσο ζούσε, ελάχιστα δικά του πράγματα είχαν εκδοθεί. Εκεί έγκειται και η διαφορά του με τους άλλους καλλιτέχνες: ήθελε να αναμετρηθεί με την υψηλή τέχνη. Δεν ήταν η αποδοχή το ζητούμενο του αλλά να κάνει αυτό που θεωρεί εκείνος το υπέρτατο. Ως άνθρωπος, είχε την αποδοχή». Αποζητούσε να δημιουργήσει το σπουδαίο και το κατάφερε. «Σκέψου ότι σήμερα μιλάμε τη γλώσσα του Σολωμού. Εφηύρε τη γλώσσα από την αρχή. Τη γλώσσα που μιλάμε σήμερα με εξαίρεση ελάχιστων λέξεων. Οι άνθρωποι της εποχής του μιλούσαν μια λόγια γλώσσα αλλά και πάλι δεν ήταν μία. Ήταν προγραμματική η σχέση του με τη γλώσσα, ήθελε να βρει το δικό του λεξιλόγιο και γραμματική χωρίς λογιοτατισμούς, όπως τους έλεγε ο ίδιος. Χωρίς καθαρεύουσες, μια απλή και πλούσια γλώσσα.
Γόνος του κόντε Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριάς του, της Αγγελικής Νίκλη, με την οποία διατηρούσε δεσμό ήδη δυο χρόνια, ο Διονύσιος. “Ο γάμος των γονιών του ήρθε πολύ αργότερα. Ο πατέρας παντρεύτηκε τη μητέρα το βράδυ του θανάτου του∙ την παντρεύτηκε επειδή πέθαινε”. Η ζωή του Διονύσιου ξετυλίγεται. Τα παιδικά του χρόνια σκεπάζονταν από μιαν “αδιαπέραστη μεμβράνη“, δε θυμόταν πολλά από εκείνον τον κόσμο του. Ο χρόνος κυλά. Μεγάλωσε. Αν και δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος, έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, όπως συνηθιζόταν για τα παιδιά των αριστοκρατών του Τζάντε της εποχής, με πρώτο σταθμό τη Βενετία, δεύτερο την Κρεμόνα με δάσκαλο τον Δον Σάντο (Ρόσι) που πήρε κοντά του τον απροσάρμοστο νεαρό και τρίτο την Παβία και τη Νομική, μέχρι να επιστρέψει στην Ζάκυνθο το 1818.
“Η πόλη του είναι το σώμα του και το προαποφασισμένο χρονολόγιο της ζωής του. Στους πρόποδές της γεννιέται, τα πόδια του πατούν στα δυο του σπίτια. Οι βενετσιάνικες στοές που περνούν από κάτω περιφρουρούν την αγωνία του. Ο λόφος είναι το βλέμμα του και το κάστρο είναι ό,τι αγγίζει, οι αισθήσεις του, ο τρόπος που αγαπάει και σχετίζεται”.
Η Ελληνική Επανάσταση ξεκινά. Τη ζει. Εμπνέεται από αυτήν. “Ο Παρνασσός της νεότερης Ελλάδας δεν έχει ακόμη τον Δάντη του”, του είχε πει (ο Σπυρίδων Τρικούπης). “Γράψε στα ελληνικά”. Τότε πρωτοένιωσε ο Διονύσιος ότι κάτι είχε αρχίσει να μετατοπίζεται μέσα του”. Η Επανάσταση τελειώνει. Η Ελλάδα βγαίνει ματωμένη αλλά ως μια οντότητα πια. Ο Διονύσιος μέσα του έχει άλλη μια φωτιά. Φεύγει για την Κέρκυρα. Εκεί αναζητά τον εαυτό του, μακριά από τις φθοροποιούς έριδες της οικογένειας και των πατρώων χωμάτων. Και όσον από αυτόν μπορούσε να βρει, τον βρήκε.