«Το βράδυ εκείνο της Πέμπτης 20 Απριλίου 1967, στα γραφεία της Δημοκρατικής Αλλαγής επικρατούσε κατάσταση ευφορίας.
Η κυβέρνηση είχε ήδη, επιτέλους, προκηρύξει εκλογές για τις 28 Μαϊου, και τα κόμματα βρισκόντουσαν σε οργασμό.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, έχοντας την ευθύνη του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ της εφημερίδας, είχα παραδώσει την ύλη της επομένης και μια μικρή παρέα ετοιμαζόμασταν για τη συνηθισμένη άνοδο στην Πλάκα, που εκείνο το βράδυ δεν θα ήταν μπουάτ αλλά μια ταβέρνα, η ταβέρνα του Τσεκούρα.
Ήμασταν , πλην της αφεντιάς μου : ο Μάνος ΛοΪζος, που πριν λίγες μέρες είχε εκπλήξει με τη νέα σειρά τραγουδιών του «Τα νέγρικα» σε ποίηση Γιάννη Νεγρεπόντη, ο Διονύσης Σαββόπουλος που ήδη είχε κυκλοφορήσει τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, «Το φορτηγό», ο Μανώλης Ρασούλης, που βρισκόταν ακόμα σε περίοδο αναζήτησης, ο Φώντας Λάδης, ο οποίος είχε ξεπεταχτεί και ως τραγουδοποιός με τα «Γράμματα από τη Γερμανία» που είχε μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης, και η συνάδελφος Φανή Πετραλιά.
Η παρέα μας εκείνο το βράδυ, αφού κάθισε μιάμιση- δυο ώρες στην πλακιώτικη ταβέρνα, μοιράστηκε σε δυο ταξί, που μας άφησαν στα σπίτια μας – την ίδια ώρα που τα τανκς σέρνονταν στους αθηναΪκούς δρόμους, χωρίς να τα πάρουμε χαμπάρι.
Πρωί της Παρασκευής 21 Απριλίου 1967, στο υπόγειο διαμερισματάκι μου στην οδό Μασσαλίας, όπου κατά καιρούς φιλοξενούσα και κάποιο φίλο. Εκείνη τη νύχτα είχε ξεμείνει από την παρέα της Πλάκας ο Μανώλης Ρασούλης.
Ξυπνήσαμε γύρω στις δέκα και άνοιξα ραδιόφωνο. Μουσική και κάτι στρατιωτικά εμβατήρια. Το έκλεισα ανυποψίαστος κι έβαλα σ’ένα μικρό πικάπ ένα δισκάκι με το «Σατισφάξιον» των Ρόλινγκς Στόουνς – απόκτημα της συναυλίας, που είχαν δώσει την περασμένη Δευτέρα στο γήπεδο του ΠαναθηναΪκού.
Ετοιμαστήκαμε να πάμε στα γραφεία της εφημερίδας… Βγήκαμε στην οδό Σόλωνος, κι εκεί, έξω από το κτήριο του ΟΤΕ, βλέπουμε δυο φαντάρους με πλήρη εξάρτυση να φρουρούν την είσοδό του.
-Θα κηρύχτηκε απεργία τη νύχτα, σκεφτήκαμε φωναχτά, και θα έχει γίνει επιστράτευση.
Κατεβήκαμε , σχεδόν με κέφι, την Ομήρου, περάσαμε την Ακαδημίας, την Πανεπιστημίου. Ηρεμία, όλα κλειστά, ακόμα και τα περίπτερα.
-Μωρέ μπράβο επιτυχία η απεργία ! μονολογούσαμε.
Μπήκαμε στη στοά του κτηρίου, κι εκεί βλέπουμε ένα τσούρμο αστυφύλακες. Τι πιο φυσικό ; Στο δεύτερο όροφο ήταν τα γραφεία κάποιας Αστυνομικής Διεύθυνσης. Επιφυλακή θα ήταν οι άνθρωποι.Περάσαμε θαρρετά ανάμεσά τους…
Μπαίνουμε στο ασανσέρ, τέταρτος όροφος, διασχίζουμε το διάδρομο και φτάνουμε στην είσοδο των γραφείων της εφημερίδας.
Εκεί το πρώτο μούδιασμα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μια μεγάλη αφίσα του Δήμου Σκουλάκη, που ήταν κολλημένη στον τοίχο, με το σύνθημα «Διαβάζετε την εφημερίδα της αληθινής δημοκρατίας», βρισκόταν σχισμένη στο δάπεδο.
-Τι είστε εσείς ; πετάχτηκε ένας αστυνομικός απ’αυτούς που ήταν εκεί – άλλοι με στολή άλλοι με πολιτικά.
-Είμαστε δημοσιογράφοι της εφημερίδας.
-Ερευνήστε τους ! λέει κάποιος άλλος, που πρέπει να ήταν ο επικεφαλής.
-Βγάλτε ό, τι έχετε στις τσέπες σας.
Τι να βγάλουμε; Σχεδόν τίποτα. Κρατάνε τις ταυτότητές μας.
-Μείνετε εκεί και περιμένετε.
Mείναμε εκεί, χωρίς να μιλάμε, κόβοντας μικρές βόλτες και βλέποντας τους χώρους αυτούς, που τα βράδια –να, μόλις χτες, έσφυζαν από ζωή, ν’ απογυμνώνονται
Μείναμε χωρίς να μιλάμε… Αυτό ήταν λοιπόν ; Πάνε όλα ; Που θα έβγαζε αυτή η ιστορία ; Ποιους να’πιασαν και τι να τους έκαναν ; Κι εμάς ; Θα μας σκότωναν ; Θα μας εξόριζαν ; Θα μας βασάνιζαν;
Προσωπικά το μόνο που δεν μπορούσα να αντέξω ήταν το τελευταίο, κι ας είχα φάει παιδί τόσο ξύλο, σε σημείο που πίστευα ότι είχα ξοφλήσει για όλη τη ζωή μου…
Από την τζαμόπορτα που έβλεπε στην οδό Σταδίου, αντικρίσαμε στο απέναντι κτήριο δεξιά φαντάρους με οπλοπολυβόλα.
Καταλάβαμε –και παγώσαμε. Τι ηλίθιοι να πέσουμε μόνοι μας στο στόμα του λύκου !
-Βάλε τους κρατούμενους στο άλλο δωμάτιο, ακούστηκε πάλι ο επικεφαλής.
Ώστε ήμασταν λοιπόν κρατούμενοι. Μας οδήγησαν σ’ένα από τα εσωτερικά γραφεία κι έμεινε κάποιος να μας φυλάει, τη στιγμή που οι άλλοι άδειαζαν τα συρτάρια και έριχναν σε σακούλες ό, τι έβρισκαν.
-Τι θα μας κάνετε ; ρωτάμε το φρουρό μας.
-Άμα δεν έχετε κάνει τίποτα, θα αφεθείτε ελεύθεροι. Αλλιώς…
-Δηλαδή δεν ξέρετε τι θα μας κάνετε και πόσο θα μείνουμε εδώ ; ρωτάω.
-Όχι κουβέντες με τους κρατούμενους, ακούστηκε κάποιος απ’έξω…
Οι ώρες περνούσαν, θα πρέπει να μείναμε εκεί τρεις τέσσερις ώρες, όταν κάποια στιγμή, αφού είχαν μαζέψει ό, τι μπορούσε να κουβαληθεί :
-Κατεβάστε τους κρατούμενους κάτω.
Κατεβαίνουμε με το φρουρό μας. Εκεί, μέσα στη στοά, είχε περάσει ένα μεγάλο στρατιωτικό τζιπ. Μας ανέβασαν. Μαζί μας ο φρουρός, αλλά και δυο στρατιώτες, δεξιά και αριστερά, με αυτόματα. Μας πήγαιναν για εκτέλεση;
Διασχίσαμε την Πανεπιστημίου, κι εκεί, στη γωνία Πατησίων, είδαμε δυο τανκς. Συνεχίσαμε Πατησίων, δεξιά Αρχαιολογικό Μουσείο, οδός Μπουμπουλίνας, και να’μαστε στο κτήριο της Γενικής Ασφάλειας.
-Κατεβείτε.
Κατεβαίνουμε κι ανεβαίνουμε τις σκάλες. Κόσμος και κοσμάκης. Αλλοι με πολιτικά, άλλοι με στολή, όπλα. Μας οδηγούν σ’ένα διάδρομο. Ο συνοδός μας κάτι λέει σε κάποιους παραμέσα.
-Θα περιμένουμε εδώ, λέει έπειτα από λίγο
Άλλες κάνα δυο ατέλειωτες ώρες, σ’αυτή την πιο μεγάλη και αγωνιώδη μέρα της ζωής μου. Και όρθιοι. Ωσπου κάποια στιγμή:
-Φέρ’τους μέσα ! φωνάζει κάποιος.
Μπαίνουμε σ’ένα γραφείο. Ενας αξιωματικός μας δίνει από ένα χαρτί.
-Γράψτε εδώ όλα σας τα στοιχεία και που μένετε τώρα.
Τα γράφουμε. Μας επιστρέφει τις ταυτότητες.
-Δρόμο τώρα ! Και στο συνοδό μας : -Οδήγησέ τους μέχρι κάτω.
Δεν πιστεύαμε τ’αυτιά μας (δεν υπήρχαν τα ονόματά μας στη λίστα που είχαν στα χέρια τους, μάθαμε αργότερα). Βγήκαμε έξω, στρίψαμε στον πρώτο δρόμο και γινήκαμε καπνός, ο καθένας σε άλλη κατεύθυνση, μπας και μετανιώσουν και τρέξουν καταπίσω μας και μας ξαναπιάσουν».